- παλμέτα
- Πλαστικό και ανάγλυφο κόσμημα αρχιτεκτονικών μελών και κυρίως κιονοκράνων. Ανήκει στην τάξη των φυτόσχημων διακοσμητικών θεμάτων και συνηθίζεται πολύ στην αρχαία αιγυπτιακή τέχνη. Η π. αντιστοιχεί στο ανθέμιο της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ο όρος προέρχεται από τα ιταλικά (palmetta).
* * *ηδιακοσμητικό σχέδιο που παριστάνει φύλλο φοινικιάς, αντίστοιχο προς το ελληνικό ανθέμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. palmette < palme (< λατ. palma «φοίνικας»].
Dictionary of Greek. 2013.